- παρεμβύω
- Απαρενθέτω, παρενείρω, χώνω κάτι κοντά («μεταξὺ οὕτως εὐτελῆ ὀνόματα καὶ δημοτικὰ καὶ πτωχικά πολλὰ παρενέβυστο», Λουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐμβύω «κλείνω, αποφράσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρέμβυσμα — το ύλη ελαστική και μαλακή που παρεμβάλλεται στις συνδέσεις διαφόρων μεταλλικών κομματιών από αγωγούς για να εξασφαλιστεί η στεγανότητα τής σύνδεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
παρενεβέβυστο — παρενεβέβῡστο , παρεμβύω stuffin plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενέβυσεν — παρενέβῡσεν , παρεμβύω stuffin aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)